- πείνα
- Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους νεότερους χρόνους από πολιτικούς κυρίως κρατουμένους. Στην απεργία αυτή, ο απεργός αρνείται κάθε είδους τροφή, συνήθως μένει ξαπλωμένος, πίνει μόνο νερό, αποφεύγει άσκοπες κινήσεις για να μην εξαντληθεί πρόωρα και είναι αποφασισμένος, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά του, να πεθάνει από ασιτία. Η απεργία αυτή χρησιμοποιείται ως τελευταίο μέσο διαμαρτυρίας.
Πείνα. Υποσιτισμένα παιδιά στο Ζαΐρ.
* * *(I)η / πεῑνα και ιων. τ. πείνη, ΝΜΑ1. ισχυρή επιθυμία για τροφή, μεγάλη όρεξη για τροφή2. συνεκδ. γενική έλλειψη τροφίμων, λιμός, σιτοδείανεοελλ.1. φρ. α) «κέντρο πείνας»ανατ. περιοχή τού εγκεφάλου που πιστεύεται ότι ρυθμίζει το αίσθημα τής πείναςβ) «οιδήματα πείνας»ιατρ. πρήξιμο που προκαλείται ιδίως στα πόδια από τη μακροχρόνια στέρηση τροφής και κυρίως λευκωμάτων και παρατηρείται σε υποσιτιζόμενους λαούς τών χωρών τού τρίτου κόσμου, φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα σε μεγάλη έκταση τον χειμώνα τού 1941-1942 κατά τη διάρκεια τής εχθρικής κατοχής τής χώρας από τις δυνάμεις τού Άξοναγ) «απεργία πείνας» — η άρνηση λήψεως τροφής από άτομο ή σύνολο με σκοπό να εκφράσουν διαμαρτυρία ή να επιτύχουν την ικανοποίηση τών αιτημάτων τουςδ) «ψοφάω (ή πεθαίνω) τής πείνας» ή «δεν σέ βλέπω από την πείνα» — είμαι τόσο εξαντλημένος από την πείνα ώστε δεν λειτουργούν τα αισθητήριά μου, δεν αντέχω πλέονε) «βρομούν τα χνότα του από την πείνα» — είναι εντελώς πεινασμένος, είναι πάμπτωχος, δεν έχει να φάει2. παροιμ. «η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίνει» — αυτοί που στερούνται τών στοιχειωδών μέσων ζωής χάνουν μαζί με το ηθικό και τη δύναμη τής υλικής αντοχής και αντίστασηςαρχ.μτφ. σφοδρή επιθυμία, ακατανίκητος πόθος για κάτι («πεῑνα τοῡ μανθάνειν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι τ. πείνα / πείνη, πεινῆν παρουσιάζουν όμοιο σχηματισμό με τα συγγενικής σημ. δίψα / δίψη, διψῆν και εμφανίζουν συναίρεση σε ē (-ήω) που φαίνεται ότι συνεχίζει παλιά θέματα σε -ā (πρβλ. ομηρ. μτχ. πεινᾶων, διψāων). Αμφίβολη φαίνεται η αναγωγή τού τ. πείνα (< *pen-yā) στη ρίζα τού πένομαι. Αμφίβολο επίσης παραμένει αν τα ρ. πεινῶ και διψῶ είναι παράγωγα τών πείνα και δίψα, αντίστοιχα, ή αν τα πείνα και δίψα αποτελούν μεταρρηματικά παράγωγα].————————(II)ἡ Αη πίννα*.
Dictionary of Greek. 2013.